- ηλιοστάτης
- Βοηθητικό αστρονομικό όργανο, με σύστημα φακών που στρέφονται κατάλληλα και παρακολουθούν τον Ήλιο, έτσι ώστε οι ηλιακές ακτίνες να κατευθύνονται μόνιμα προς μία κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την ορατή κίνηση του Ήλιου στη διάρκεια της ημέρας. Είναι όργανο ανάλογο προς τον αστροστάτη και τον ουρανοστάτη και αποτελείται από ένα επίπεδο κάτοπτρο που είναι παράλληλο προς τον άξονα του κόσμου και στρέφεται γύρω από τον εαυτό του σε 48 ώρες. Η ηλιακή ακτίνα ανακλάται από το κάτοπτρο και προσπίπτει σε δεύτερο επίπεδο κάτοπτρο που τη στέλνει κατά σταθερή πάντα διεύθυνση προς τον φακό του τηλεσκοπίου, με αποτέλεσμα το είδωλο του Ήλιου να παραμένει ακίνητο στο οπτικό πεδίο των φακών.
* * *οαστρονομικό όργανο που αποτελείται από ένα επίπεδο κάτοπτρο που χρησιμοποιείται για την ανάκλαση τού ηλιακού φωτός προς ορισμένη σταθερή κατεύθυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. heliostat < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + -stat (πρβλ. -στάτης < ίστημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Δημ. Στρούμπο].
Dictionary of Greek. 2013.